φυτοσκαφία

φυτοσκαφία
και ποιητ. τ. φυτοσκαφίη, ἡ, Α [φυτοσκάφος]
1. σκάψιμο γύρω από τις ρίζες τών φυτών, σκάλισμα
2. (γενικά) η κηπουρική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυτοσκαφίης — φυτοσκαφία gardening fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”